Greek Meaning of evasiveness

αποφυγή

Other Greek words related to αποφυγή

Definitions and Meaning of evasiveness in English

Wordnet

evasiveness (n)

intentionally vague or ambiguous

FAQs About the word evasiveness

αποφυγή

intentionally vague or ambiguous

έμμεσότητα,μυστικότητα,Περιστροφή,προσποιούμενος,εξαπάτηση,Αναστολή,εχεμύθεια,δειλία,Διπλωματία,εφεδρεία

ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,σοβαρότητα,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ανοιχτότητα,ειλικρίνεια

evasively => υπεκφυγώντας, evasive answer => Αποφευκτική απάντηση, evasive action => αποφευκτική ενέργεια, evasive => αόριστος, evasion => αποφυγή,