Greek Meaning of indirection

έμμεσότητα

Other Greek words related to έμμεσότητα

Definitions and Meaning of indirection in English

Wordnet

indirection (n)

indirect procedure or action

deceitful action that is not straightforward

Webster

indirection (n.)

Oblique course or means; dishonest practices; indirectness.

FAQs About the word indirection

έμμεσότητα

indirect procedure or action, deceitful action that is not straightforwardOblique course or means; dishonest practices; indirectness.

προσποιούμενος,εξαπάτηση,αποφυγή,μυστικότητα,Περιστροφή,Διπλωματία,Αναστολή,συγκράτηση,εχεμύθεια,δειλία

ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,σοβαρότητα,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ανοιχτότητα,ειλικρίνεια

indirected => έμμεσος, indirect transmission => Έμμεση μετάδοση, indirect tax => Έμμεσοι φόροι, indirect request => Έμμεσο αίτημα, indirect object => έμμεσο αντικείμενο,