Greek Meaning of bluntness
ειλικρίνεια
Other Greek words related to ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- Ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ευθύτητα
- σοβαρότητα
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- ανοιχτότητα
- απλότητα
- παχουλότητα
- Απλότητα
- απερισκεψία
- ακύρωση κράτησης
- αφέλεια
- επικοινωνιακότητα
- ελευθερία
- γνησιότητα
- άδεια
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- Νηφαλιότητα
- ειλικρίνεια
- Έλλειψη συγκράτησης
- απλοϊκότητα
Nearest Words of bluntness
Definitions and Meaning of bluntness in English
bluntness (n)
the quality of being direct and outspoken
without sharpness or clearness of edge or point
bluntness (n.)
Want of edge or point; dullness; obtuseness; want of sharpness.
Abruptness of address; rude plainness.
FAQs About the word bluntness
ειλικρίνεια
the quality of being direct and outspoken, without sharpness or clearness of edge or pointWant of edge or point; dullness; obtuseness; want of sharpness., Abrup
ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ευθύτητα,σοβαρότητα
προσποιούμενος,εξαπάτηση,αποφυγή,έμμεσότητα,Αναστολή,συγκράτηση,εχεμύθεια,μυστικότητα,δειλία,Διπλωματία
bluntly => κοφτά, blunt-leaf heath => Ερείκη η κοινή, bluntish => Χοντροκέφαλος, blunting => θαμπά, blunted => αμβλεία,