Greek Meaning of blurred
θολό
Other Greek words related to θολό
- συννεφιασμένος
- μπερδεμένος
- συννεφιασμένος
- περίπλοκος
- διακοπή
- ομιχλώδης
- θολό
- συγκεχυμένος
- θαμπός
- αποδιοργανωμένος
- ακατάστατος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- διαταραγμένος
- μπερδεμένος
- μπλεγμένος
- μικτός
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- Ομελέτα
- ανακατεμένος
- γρύλισε
- εκλεπτυσμένος
- μπερδεμένος
- αχτένιστος
- αναστατωμένος
Nearest Words of blurred
Definitions and Meaning of blurred in English
blurred (s)
indistinct or hazy in outline
unclear in form or expression
blurred (imp. & p. p.)
of Blur
FAQs About the word blurred
θολό
indistinct or hazy in outline, unclear in form or expressionof Blur
συννεφιασμένος,μπερδεμένος,συννεφιασμένος,περίπλοκος,διακοπή,ομιχλώδης,θολό,συγκεχυμένος,θαμπός,αποδιοργανωμένος
διευκρίνισε,καθαρισμένο,φωτισμένο,Απλοποιημένο,βελτιωμένο,αναλυθέν,αποκρυπτογραφημένο,αποκωδικοποιημένο,μπερδεμένος,ισιωμένη (έξω)
blurb => περίληψη, blur => θολό, bluntness => ειλικρίνεια, bluntly => κοφτά, blunt-leaf heath => Ερείκη η κοινή,