Greek Meaning of tangled

μπερδεμένος

Other Greek words related to μπερδεμένος

Definitions and Meaning of tangled in English

Wordnet

tangled (a)

in a confused mass

Wordnet

tangled (s)

highly complex or intricate and occasionally devious

Webster

tangled (imp. & p. p.)

of Tangle

FAQs About the word tangled

μπερδεμένος

in a confused mass, highly complex or intricate and occasionally deviousof Tangle

σύνθετος,περιπλέκω,περίπλοκος,σύνθετο,μπαρόκ ,βυζαντινός,περίπλοκος,περίτεχνος,εμπλεκόμενος,κουτουρού

απλός,απλός,απλός,Ομοιογενής,όχι σύνθετο,απλό,Υπεραπλουστευμένο,Απλοποιημένο,απλοϊκός,στολή

tanglebush => Αγριοτριανταφυλλιά, tangle with => μπλέκω με, tangle orchid => Δακτυλόριζα η φωλεοειδής, tangle => Μπερδέματα, tanging => μόνον,