Greek Meaning of convoluted

περίπλοκος

Other Greek words related to περίπλοκος

Definitions and Meaning of convoluted in English

Wordnet

convoluted (s)

rolled longitudinally upon itself

highly complex or intricate and occasionally devious

FAQs About the word convoluted

περίπλοκος

rolled longitudinally upon itself, highly complex or intricate and occasionally devious

σύνθετος,περιπλέκω,περίπλοκος,σύνθετο,εκλεπτυσμένος,μπαρόκ ,βυζαντινός,δύσκολο,περίτεχνος,εμπλεκόμενος

απλός,απλός,απλοϊκός,απλός,Ομοιογενής,όχι σύνθετο,απλό,Υπεραπλουστευμένο,Απλοποιημένο,στολή

convolute => περίπλοκος, convoke => συγκαλώ, convocation => Σύγκληση, convivially => φιλικά, conviviality => Φιλικότητα,