Greek Meaning of complex
σύνθετος
Other Greek words related to σύνθετος
- περιπλέκω
- περίπλοκος
- σύνθετο
- εκλεπτυσμένος
- μπαρόκ
- βυζαντινός
- περίπλοκος
- δύσκολο
- περίτεχνος
- εμπλεκόμενος
- κουτουρού
- λαβυρινθώδης
- λαβυρινθώδης
- μπερδεμένος
- ποικίλω
- απαιτητικός
- σύνθετος
- σύνθετο
- επιδέξιος
- ετερογενής
- ακατανόητος
- ανεξήγητος
- εξελιγμένη
- μικτός
- Διακλαδισμένος
- Πολυπρόσωπος
- πολυποίκιλος
- Πολυμερής
- Υπερβολικά περίπλοκο
- υπερβολικά περίπλοκο
- σκληρός
- αβυσσαλέος
- ακατανόητος
Nearest Words of complex
- completion => ολοκλήρωση
- completing => ολοκλήρωση
- completeness => Πληρότητα
- completely => ολοκληρωτικά
- completed => ολοκληρωμένο
- complete fracture => Πλήρης κάταγμα
- complete blood count => Γενική αίματος
- complete => ολοκληρωμένο
- complementation => συμπλήρωση
- complementary medicine => Συμπληρωματική ιατρική
- complex absence => Σύνθετη απουσία
- complex body part => Σύνθετο μέρος σώματος
- complex conjugate => Συζυγής μιγαδικός αριθμός
- complex fraction => Σύνθετο κλάσμα
- complex instruction set computer => Υπολογιστής πολύπλοκου συνόλου εντολών
- complex instruction set computing => Υπολογιστές σύνθετων συνόλων εντολών
- complex number => Σύνθετος αριθμός
- complex plane => Επίπεδο συμπλόκου
- complex quantity => Μιγαδικός αριθμός
- complex sentence => σύνθετη πρόταση
Definitions and Meaning of complex in English
complex (n)
a conceptual whole made up of complicated and related parts
a compound described in terms of the central atom to which other atoms are bound or coordinated
(psychoanalysis) a combination of emotions and impulses that have been rejected from awareness but still influence a person's behavior
a whole structure (as a building) made up of interconnected or related structures
complex (a)
complicated in structure; consisting of interconnected parts
complex (s)
difficult to analyze or understand
FAQs About the word complex
σύνθετος
a conceptual whole made up of complicated and related parts, a compound described in terms of the central atom to which other atoms are bound or coordinated, (p
περιπλέκω,περίπλοκος,σύνθετο,εκλεπτυσμένος,μπαρόκ ,βυζαντινός,περίπλοκος,δύσκολο,περίτεχνος,εμπλεκόμενος
απλός,απλός,απλοϊκός,απλός,Ομοιογενής,όχι σύνθετο,απλό,Υπεραπλουστευμένο,Απλοποιημένο,στολή
completion => ολοκλήρωση, completing => ολοκλήρωση, completeness => Πληρότητα, completely => ολοκληρωτικά, completed => ολοκληρωμένο,