Greek Meaning of completing
ολοκλήρωση
Other Greek words related to ολοκλήρωση
- φινίρισμα
- επιτυγχάνοντας
- επιτυγχάνοντας
- τελειοποιών
- κάνει
- Εκτελείται
- ολοκλήρωση
- ικανοποιητικό
- Ερχόμενος μέσα
- τελειοποίηση
- στίλβωση
- βελτιωτικό
- τροποποίηση
- βελτίωση
- πραγματοποιώντας
- φέρω μέσα
- εκφόρτωση
- αποτελεσματικός
- ενισχυτικό
- εμπλουτίζων
- παρακολούθηση (με)
- Βελτιούμενος
- κατεργασία
- αποδίδει
- διύλιση
- λαμπερός
- εξέχων
Nearest Words of completing
- completeness => Πληρότητα
- completely => ολοκληρωτικά
- completed => ολοκληρωμένο
- complete fracture => Πλήρης κάταγμα
- complete blood count => Γενική αίματος
- complete => ολοκληρωμένο
- complementation => συμπλήρωση
- complementary medicine => Συμπληρωματική ιατρική
- complementary dna => συμπληρωματικό DNA
- complementary distribution => Συμπληρωματική κατανομή
- completion => ολοκλήρωση
- complex => σύνθετος
- complex absence => Σύνθετη απουσία
- complex body part => Σύνθετο μέρος σώματος
- complex conjugate => Συζυγής μιγαδικός αριθμός
- complex fraction => Σύνθετο κλάσμα
- complex instruction set computer => Υπολογιστής πολύπλοκου συνόλου εντολών
- complex instruction set computing => Υπολογιστές σύνθετων συνόλων εντολών
- complex number => Σύνθετος αριθμός
- complex plane => Επίπεδο συμπλόκου
Definitions and Meaning of completing in English
completing (s)
acting as or providing a complement (something that completes the whole)
FAQs About the word completing
ολοκλήρωση
acting as or providing a complement (something that completes the whole)
φινίρισμα,επιτυγχάνοντας,επιτυγχάνοντας,τελειοποιών,κάνει,Εκτελείται,ολοκλήρωση,ικανοποιητικό,Ερχόμενος μέσα,τελειοποίηση
Εγκατάλειψη,διακοπή,πτώση,διακοπή καπνίσματος,εγκατάλειψη,εγκατάλειψη
completeness => Πληρότητα, completely => ολοκληρωτικά, completed => ολοκληρωμένο, complete fracture => Πλήρης κάταγμα, complete blood count => Γενική αίματος,