Greek Meaning of consummating
τελειοποιών
Other Greek words related to τελειοποιών
- ολοκλήρωση
- φινίρισμα
- επιτυγχάνοντας
- επιτυγχάνοντας
- κάνει
- αποτελεσματικός
- Εκτελείται
- ολοκλήρωση
- ικανοποιητικό
- Ερχόμενος μέσα
- τελειοποίηση
- στίλβωση
- βελτιωτικό
- τροποποίηση
- βελτίωση
- πραγματοποιώντας
- φέρω μέσα
- εκφόρτωση
- ενισχυτικό
- εμπλουτίζων
- παρακολούθηση (με)
- Βελτιούμενος
- κατεργασία
- αποδίδει
- διύλιση
- λαμπερός
- εξέχων
Nearest Words of consummating
- consummations => καταναλώσεις
- contacted => επικοινώνησε
- contacting => επικοινωνία
- contagions => μεταδοτικά νοσήματα
- contagious diseases => Μεταδοτικές ασθένειες
- contagium => μόλυνση
- containerport => Λιμένας εμπορευματοκιβωτίων
- containers => εμπορευματοκιβώτια
- containerships => φορτηγά πλοία εμπορευματοκιβωτίων
- containing => περιέχοντας
Definitions and Meaning of consummating in English
consummating
to make perfect, complete in every detail, of the highest degree, extremely skilled and accomplished, achieve, of the highest degree, quality, or skill, to become perfected, to make (marital union) complete by sexual intercourse, to make perfect or complete, finish, complete
FAQs About the word consummating
τελειοποιών
to make perfect, complete in every detail, of the highest degree, extremely skilled and accomplished, achieve, of the highest degree, quality, or skill, to beco
ολοκλήρωση,φινίρισμα,επιτυγχάνοντας,επιτυγχάνοντας,κάνει,αποτελεσματικός,Εκτελείται,ολοκλήρωση,ικανοποιητικό,Ερχόμενος μέσα
Εγκατάλειψη,διακοπή,πτώση,διακοπή καπνίσματος,εγκατάλειψη,εγκατάλειψη
consummately => τέλεια, consumes => καταναλώνει, consumers => καταναλωτές, consumed => καταναλώνεται, consulting => διαβούλευση,