Greek Meaning of finalizing
ολοκλήρωση
Other Greek words related to ολοκλήρωση
- ολοκλήρωση
- φινίρισμα
- επιτυγχάνοντας
- τελειοποιών
- κάνει
- Εκτελείται
- ικανοποιητικό
- Ερχόμενος μέσα
- τελειοποίηση
- στίλβωση
- επιτυγχάνοντας
- βελτιωτικό
- τροποποίηση
- βελτίωση
- πραγματοποιώντας
- φέρω μέσα
- εκφόρτωση
- αποτελεσματικός
- ενισχυτικό
- εμπλουτίζων
- παρακολούθηση (με)
- Βελτιούμενος
- κατεργασία
- αποδίδει
- διύλιση
- λαμπερός
- εξέχων
Nearest Words of finalizing
- finals => τελικοί
- find (for or against) => Βρείτε (υπέρ ή κατά)
- find fault (with) => βρείτε ελάττωμα (σε)
- finding (for or against) => (υπέρ ή εναντίον) εύρημα
- finding fault (with) => βρήσκω ελαττώματα
- finding out => ανακαλύπτοντας
- finds => βρίσκει
- finds out => ανακαλύπτει
- fineries => νοστιμιές
- fines => πρόστιμα
Definitions and Meaning of finalizing in English
finalizing
to give final approval to, to put in final or finished form
FAQs About the word finalizing
ολοκλήρωση
to give final approval to, to put in final or finished form
ολοκλήρωση,φινίρισμα,επιτυγχάνοντας,τελειοποιών,κάνει,Εκτελείται,ικανοποιητικό,Ερχόμενος μέσα,τελειοποίηση,στίλβωση
Εγκατάλειψη,διακοπή,πτώση,διακοπή καπνίσματος,εγκατάλειψη,εγκατάλειψη
finalized => οριστικοποιημένος, finales => τελικοί, finagling => κομπίνα, finagled => εξασφάλισε, films => ταινίες,