Greek Meaning of finagled
εξασφάλισε
Other Greek words related to εξασφάλισε
- διατεταγμένος
- σχεδιασμένος
- χειραγωγημένος
- διαπραγματευμένος
- κατέληξε
- προσχηματικός
- εκλεπτυσμένος
- πλαισιωμένο
- διαχειρίζεται
- ελιγμένος
- σχεδιαστές
- σχεδιασμένο
- πιάστηκε
- βρασμένος
- διέταξε
- περιτριγυρισμένο
- συντονισμένος
- επινοημένη
- πραγματοποιήθηκε
- συνωμότησε
- μαγειρεμένο
- Σκηνοθετημένο
- σφυρηλατημένο
- χειρίστηκε
- εκκολαμμένος/εκκολαμμένη
- περιέργως
- μακιαβελικός
- σχεδιασμένος
- δούλεψε
Nearest Words of finagled
- finagling => κομπίνα
- finales => τελικοί
- finalized => οριστικοποιημένος
- finalizing => ολοκλήρωση
- finals => τελικοί
- find (for or against) => Βρείτε (υπέρ ή κατά)
- find fault (with) => βρείτε ελάττωμα (σε)
- finding (for or against) => (υπέρ ή εναντίον) εύρημα
- finding fault (with) => βρήσκω ελαττώματα
- finding out => ανακαλύπτοντας
Definitions and Meaning of finagled in English
finagled
to obtain (something) by indirect or involved means, to use devious or dishonest methods to achieve one's ends, to use trickery to get what one wants, to obtain (something) by trickery
FAQs About the word finagled
εξασφάλισε
to obtain (something) by indirect or involved means, to use devious or dishonest methods to achieve one's ends, to use trickery to get what one wants, to obtain
διατεταγμένος,σχεδιασμένος,χειραγωγημένος,διαπραγματευμένος,κατέληξε,προσχηματικός,εκλεπτυσμένος,πλαισιωμένο,διαχειρίζεται,ελιγμένος
φυσώ,εμπόδιο,μπερδεμένος,σφαγμένος,τσαπατσούλη,παραμορφωμένος,μπερδεμένη,κακομεταχειρισμένο,χαλασμένος,τραυλός
films => ταινίες, filmmaking => Κινηματογραφία, filmland => ο κινηματογραφικός κόσμος, fills the bill => ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις, fills (in) => γεμίζει (σε),