Greek Meaning of finalized

οριστικοποιημένος

Other Greek words related to οριστικοποιημένος

Definitions and Meaning of finalized in English

finalized

to give final approval to, to put in final or finished form

FAQs About the word finalized

οριστικοποιημένος

to give final approval to, to put in final or finished form

ολοκληρωμένο,τελειωμένος,επιτευχθείς,consummate [τέλειος],έκανε,Εκτελέστηκε,εκπληρωμένη,πέρασε,τελειοποιημένος,γυαλισμένο

εγκαταλελειμμένος,έρημος,διακοπή,έπεσε,παραιτούμαι,άφησε,εγκατέλειψε

finales => τελικοί, finagling => κομπίνα, finagled => εξασφάλισε, films => ταινίες, filmmaking => Κινηματογραφία,