Greek Meaning of enhanced

βελτιωμένο

Other Greek words related to βελτιωμένο

Definitions and Meaning of enhanced in English

Wordnet

enhanced (s)

increased or intensified in value or beauty or quality

Webster

enhanced (imp. & p. p.)

of Enhance

FAQs About the word enhanced

βελτιωμένο

increased or intensified in value or beauty or qualityof Enhance

επιβαρυντική,συμπυκνωμένος,τονισμένος,ενισχυμένο,εντατικοποιημένος,Μεγεθυσμένη,τονισμένη,οξύς,deepened,εξαίσιος

Ασθενής,φως,μέτριος,μαλακός,Αδύναμος,μειωμένος,ελαττωμένος,ανακουφισμένος,μέτριος,κατάλληλος

enhance => βελτιώνω, enhalo => άλως, engyn => κινητήρας, engulfment => κατάσχεση, engulfing => Καταπιείτε,