Greek Meaning of exhaustive

εξαντλητικός

Other Greek words related to εξαντλητικός

Definitions and Meaning of exhaustive in English

Wordnet

exhaustive (s)

performed comprehensively and completely; not superficial or partial

Webster

exhaustive (a.)

Serving or tending to exhaust; exhibiting all the facts or arguments; as, an exhaustive method.

FAQs About the word exhaustive

εξαντλητικός

performed comprehensively and completely; not superficial or partialServing or tending to exhaust; exhibiting all the facts or arguments; as, an exhaustive meth

ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,εμπεριστατωμένος,Καθαρός,πλήρους κλίμακας,σάρωση,συστηματικός,διεξοδικός,συνολικό

ασκόπως,πρόχειρος,αποσπασματικός,τυχαίος,τυχαίος,επιφανειακός,τυχαίος,περιορισμένος,στενός,περιορισμένος

exhaustion => εξάντληση, exhausting => εξαντλητικός, exhaustible => εξαντλήσιμος, exhaustibility => εξαντλητότητα, exhauster => απορροφητήρας,