Greek Meaning of exhaustibility
εξαντλητότητα
Other Greek words related to εξαντλητότητα
Nearest Words of exhaustibility
Definitions and Meaning of exhaustibility in English
exhaustibility (n.)
Capability of being exhausted.
FAQs About the word exhaustibility
εξαντλητότητα
Capability of being exhausted.
προτομή,αποχέτευση,ελαστικό,φοράω,Σπάω,Επαγγελματική εξουθένωση,κούραση,εξαντλώ,Παρακώλυση,Νοκάουτ
ενεργοποιώ,ενεργοποιώ,ανάπαυση,ενισχύω,αναζωογονώ,αναζωογονώ,χαλάρωσε,χαλαρώνω,ζωογονώ
exhauster => απορροφητήρας, exhausted => εξαντλημένος, exhaust valve => Βαλβίδα εξαγωγής, exhaust system => Σύστημα εξάτμισης, exhaust pipe => σωλήνας εξάτμισης,