Greek Meaning of exhausting

εξαντλητικός

Other Greek words related to εξαντλητικός

Definitions and Meaning of exhausting in English

Wordnet

exhausting (s)

having a debilitating effect

producing exhaustion

Webster

exhausting (p. pr. & vb. n.)

of Exhaust

Webster

exhausting (a.)

Producing exhaustion; as, exhausting labors.

FAQs About the word exhausting

εξαντλητικός

having a debilitating effect, producing exhaustionof Exhaust, Producing exhaustion; as, exhausting labors.

επίπονος,επιβλαβής,μώλωπες,βαρύς,απαιτητικός,σύνθετος,περίπλοκος,απαιτητικός,δύσκολο,φοβερός

Εφικτό,σαφής,ελπιδοφόρος,εφικτό,στοιχειώδης,ήπιος,διαχειρίσιμος,λείο,κατευναστικός,απλός

exhaustible => εξαντλήσιμος, exhaustibility => εξαντλητότητα, exhauster => απορροφητήρας, exhausted => εξαντλημένος, exhaust valve => Βαλβίδα εξαγωγής,