Greek Meaning of achievable

Εφικτό

Other Greek words related to Εφικτό

Definitions and Meaning of achievable in English

Wordnet

achievable (s)

capable of existing or taking place or proving true; possible to do

Webster

achievable (a.)

Capable of being achieved.

FAQs About the word achievable

Εφικτό

capable of existing or taking place or proving true; possible to doCapable of being achieved.

εφικτός,Εφικτό,δυνατόν,βιώσιμος,Διαθέσιμο,εφικτό,πρακτικός,Πρακτικός,υλοποιήσιμη,εφικτό

απελπισμένος,αδύνατο (adynato),Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,ανέφικτος,Απρόσιτος,ανέφικτο,απίθανο,μη ρεαλιστικό,ανέφικτος

achievability => εφικτότητα, acheta domestica => Τριζόνι, acheta assimilis => acheta assimilis, acheta => Ακρίδα, acheson process => Διαδικασία Acheson,