Greek Meaning of inconceivable
αδιανόητο
Other Greek words related to αδιανόητο
- Φανταστικός
- αδύνατο (adynato)
- απίστευτος
- άπιστος
- απίστευτος
- αδιανόητος
- απίθανο
- αδιανόητος
- παράλογο
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- φανταστικός
- απίστευτο
- αμφισβητήσιμος
- αδιανόητος
- μη πειστικός
- παράλογος
- γεμάτο αυτό
- μη πειστικός
- κωμικός
- αμφιλεγόμενος
- αμφισβητήσιμος
- ύποπτος
- αμφίβολος
- αμφίβολο
- φαρσικός
- Τραβηγμένο από τα μαλλιά
- ύποπτος
- απελπισμένος
- αμυντικός
- αβάσταχτος
- αστείος
- εκκεντρικός
- γελοίο
- τρεμάμενος
- ύποπτος
- ύποπτος
- αβίωτος
Nearest Words of inconceivable
- inconceivability => Αδιανόητο
- inconcealable => ανεξιχνίαστος
- incomsumable => Μη καταναλώσιμο
- incomputable => Ανεπίλυτος
- incompressible => Ασυμπίεστος
- incompressibility => Ασυμπίεστοτητα
- incomprehensive => ελλιπής
- incomprehension => ακατανοησία
- incomprehensible => ακατανόητος
- incomprehensibility => Ακαταληψία
Definitions and Meaning of inconceivable in English
inconceivable (s)
totally unlikely
inconceivable (a.)
Not conceivable; incapable of being conceived by the mind; not explicable by the human intellect, or by any known principles or agencies; incomprehensible; as, it is inconceivable to us how the will acts in producing muscular motion.
FAQs About the word inconceivable
αδιανόητο
totally unlikelyNot conceivable; incapable of being conceived by the mind; not explicable by the human intellect, or by any known principles or agencies; incomp
Φανταστικός,αδύνατο (adynato),απίστευτος,άπιστος,απίστευτος,αδιανόητος,απίθανο,αδιανόητος,παράλογο,αμφίβολος
πιστευτός,αντιληπτός,πειστικός,Αξιόπιστος,αξιόπιστος,φανταστός,πιθανός,πιθανός,δυνατόν,πιθανός
inconceivability => Αδιανόητο, inconcealable => ανεξιχνίαστος, incomsumable => Μη καταναλώσιμο, incomputable => Ανεπίλυτος, incompressible => Ασυμπίεστος,