Greek Meaning of impossible
αδύνατο (adynato)
Other Greek words related to αδύνατο (adynato)
- ανώφελο
- απελπισμένος
- Ανέφικτο
- προβληματικός
- προβληματικός
- απίθανο
- παράλογο
- αμφίβολος
- Ανεφάρμοστο
- απίθανος
- αδιανόητο
- απίστευτος
- ανέφικτος
- αδιάλυτος
- άλυτο
- ανυπέρβλητος
- αμφισβητήσιμος
- Απρόσιτος
- ανέφικτο
- ανέφικτο
- μη επιτεύξιμος
- άλυτος
- ανέφικτος
- άχρηστος
- αμφιλεγόμενος
- αμφισβητήσιμος
- αμφίβολος
- φανταστικός
- Φανταστικός
- Τραβηγμένο από τα μαλλιά
- ύποπτος
- απίστευτο
- εκκεντρικός
- γελοίο
- σκιερός
- τρεμάμενος
- ύποπτος
- ύποπτος
- απίστευτος
- αδιανόητος
- αδιανόητος
- Άχρηστο
Nearest Words of impossible
Definitions and Meaning of impossible in English
impossible (n)
something that cannot be done
impossible (a)
not capable of occurring or being accomplished or dealt with
impossible (s)
totally unlikely
(used of persons or their behavior) not acceptable or reasonable
impossible (a.)
Not possible; incapable of being done, of existing, etc.; unattainable in the nature of things, or by means at command; insuperably difficult under the circumstances; absurd or impracticable; not feasible.
impossible (n.)
An impossibility.
FAQs About the word impossible
αδύνατο (adynato)
something that cannot be done, not capable of occurring or being accomplished or dealt with, totally unlikely, (used of persons or their behavior) not acceptabl
ανώφελο,απελπισμένος,Ανέφικτο,προβληματικός,προβληματικός,απίθανο,παράλογο,αμφίβολος,Ανεφάρμοστο,απίθανος
Εφικτό,Εφικτό,δυνατόν,εφικτό,αποδεκτός,εφαρμόσιμο,εφικτός,εφικτό,Λειτουργικός,πιθανός
impossibility => Αδυναμία, impossibilities => αδυναμίες, imposition => επιβολή, imposingness => εντυπωσιακός, imposingly => επιβλητικά,