Greek Meaning of suspicious

ύποπτος

Other Greek words related to ύποπτος

Definitions and Meaning of suspicious in English

Wordnet

suspicious (s)

openly distrustful and unwilling to confide

not as expected

FAQs About the word suspicious

ύποπτος

openly distrustful and unwilling to confide, not as expected

αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος,αμφίβολος,προβληματικός,προβληματικός,αμφισβητήσιμος,ύποπτος,υποτιθέμενος,ασαφής

βέβαιος,αναμφισβήτητος,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,σίγουρα,Αδιαμφισβήτητος,αναμφίβολος,απρόβλητος,αναμφισβήτητο,σαφής

suspicion => υποψία, suspensory bandage => Αναρτητήριος επίδεσμος, suspensory => ανάρτηση , suspensor => ανάρτημα, suspensive => ανασταλτικός,