Greek Meaning of suspenseful

Συναρπαστικό

Other Greek words related to Συναρπαστικό

Definitions and Meaning of suspenseful in English

Wordnet

suspenseful (s)

(of a situation) characterized by or causing suspense

FAQs About the word suspenseful

Συναρπαστικό

(of a situation) characterized by or causing suspense

απορροφητικός,γοητευτικός,ελκυστικός,δελεαστικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,γοητευτικός,μαγευτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός

άνυδρος,άγονο,βαρετό,Άχρωμο,μονότονο,Θλιβερός,ξηρός,βαρετό,σκονισμένος,επίπεδος

suspense account => Λογαριασμός αναστολής, suspense => αγωνία, suspender belt => Ζαρτιέρα, suspender => Βρετέλες, suspended animation => Ανασταλμένη κίνηση,