Greek Meaning of suspenseful
Συναρπαστικό
Other Greek words related to Συναρπαστικό
- απορροφητικός
- γοητευτικός
- ελκυστικός
- δελεαστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- μαγευτικός
- Συμμετοχικός
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- περιλαμβάνοντας
- προκλητικός
- συναρπαστικό
- αστείος
- κινούμενος
- συναρπαστικός
- ελκυστικός
- παραπλανητικό
- ενεργειακός
- αναζωογονητικός
- Διασκεδαστικό
- γαλβανισμός
- τονωτικός
- μυθιστόρημα
- μαγευτικός
- διεγερτικό
- δελεαστικός
- φρέσκος
- υπνωτιστικός
- νέος
- πρωτότυπο
- Πρωτοποριακός
- πρωτοποριακός
- μη κλισέ
- αχρησιμοποίητος
- άνυδρος
- άγονο
- βαρετό
- Άχρωμο
- μονότονο
- Θλιβερός
- ξηρός
- βαρετό
- σκονισμένος
- επίπεδος
- βαρύς
- βαρετός
- πεινασμένος
- μολυβένιος
- μονότονος
- μουδιαστικό
- παλιό
- πεダンτικός
- πεζός
- βαρύς
- πεζός
- βαρετός
- πνιγηρός
- εξημερώνω
- κουραστικό
- κουραστικός
- κουραστικός
- ήπιος
- ανιαρό
- αδιάφορος
- Κουραστικό
- κουρασμένος
- κουραστικό
- κοπιαστικός
- χορτάτος
- βαρετό
- ναρκωτικός
- τετριμμένος
- τετριμμένος
- Κοινοτοπικός
- δυο φορές ειπωμένο
Nearest Words of suspenseful
Definitions and Meaning of suspenseful in English
suspenseful (s)
(of a situation) characterized by or causing suspense
FAQs About the word suspenseful
Συναρπαστικό
(of a situation) characterized by or causing suspense
απορροφητικός,γοητευτικός,ελκυστικός,δελεαστικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,γοητευτικός,μαγευτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός
άνυδρος,άγονο,βαρετό,Άχρωμο,μονότονο,Θλιβερός,ξηρός,βαρετό,σκονισμένος,επίπεδος
suspense account => Λογαριασμός αναστολής, suspense => αγωνία, suspender belt => Ζαρτιέρα, suspender => Βρετέλες, suspended animation => Ανασταλμένη κίνηση,