Greek Meaning of pioneering

Πρωτοποριακός

Other Greek words related to Πρωτοποριακός

Definitions and Meaning of pioneering in English

Webster

pioneering (p. pr. & vb. n.)

of Pioneer

FAQs About the word pioneering

Πρωτοποριακός

of Pioneer

προηγμένος,εναλλακτική,υψηλής τεχνολογίας,προοδευτικός,επαναστατικός,Τελευταίας τεχνολογίας,πρωτοπόρος,Αντι-κατεστημένο,πριν,αβάν-γκαρντ

συμβατικός,συνήθης,καθιερωμένος,παραδοσιακό,ορθόδοξος

pioneered => πρωτοποριακός, pioneer => πρωτοπόρος, pioned => pioned, pion => πιόνια, piolet => Παγοπέλεκυς,