Greek Meaning of pioneering
Πρωτοποριακός
Other Greek words related to Πρωτοποριακός
- προηγμένος
- εναλλακτική
- υψηλής τεχνολογίας
- προοδευτικός
- επαναστατικός
- Τελευταίας τεχνολογίας
- πρωτοπόρος
- Αντι-κατεστημένο
- πριν
- αβάν-γκαρντ
- παράξενος/η
- μοντέρνος
- νέος
- μη παραδοσιακός
- μυθιστόρημα
- πρωτότυπο
- Εξαίρετος
- μη συμβατικό
- υπόγειος
- άνευ προηγουμένου
- Σύγχρονο
- τρέχων
- πολύ μακριά
- φρέσκος
- Mod
- μοντερνιστικός
- νέας μόδας
- καινούργιος
- σύγχρονος
- φλογερός
- Διαστημική εποχή
- περίεργο
- υπερσύγχρονο
- ασυνήθιστος
- άγνωστο
- ακούραστος
- Άγνωστος
- Ενημερωμένος
- τέλος
Nearest Words of pioneering
Definitions and Meaning of pioneering in English
pioneering (p. pr. & vb. n.)
of Pioneer
FAQs About the word pioneering
Πρωτοποριακός
of Pioneer
προηγμένος,εναλλακτική,υψηλής τεχνολογίας,προοδευτικός,επαναστατικός,Τελευταίας τεχνολογίας,πρωτοπόρος,Αντι-κατεστημένο,πριν,αβάν-γκαρντ
συμβατικός,συνήθης,καθιερωμένος,παραδοσιακό,ορθόδοξος
pioneered => πρωτοποριακός, pioneer => πρωτοπόρος, pioned => pioned, pion => πιόνια, piolet => Παγοπέλεκυς,