Greek Meaning of piously

εὐσεβῶς

Other Greek words related to εὐσεβῶς

Definitions and Meaning of piously in English

Wordnet

piously (r)

in a devout and pious manner

Webster

piously (adv.)

In a pious manner.

FAQs About the word piously

εὐσεβῶς

in a devout and pious mannerIn a pious manner.

αφιερωμένος,αφοσιωμένος,ευλαβής,πιστός,καλός,πιστός,αμετάβλητος,σταθερός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,φλογερός

Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος,ασταθής,ανεύθυνος,perfidious,προδοτικός,ύπουλος,άπιστος,αναξιόπιστος

pious platitude => ευλαβική κοινοτυπία, pious => ευσεβής, piot => πιώτης, piony => παιώνια, pioner => πρωτοπόρος,