Greek Meaning of inveterate
αμετανόητος
Other Greek words related to αμετανόητος
- επιβεβαιωμένο
- βαθύς
- εδραιωμένος
- Hardcore
- ισόβιος
- ριζωμένος
- χρόνιος
- βαθιά ριζωμένο
- Βαθιά ριζωμένος
- σταθερός
- συνήθης
- εγγενής
- οχυρωμένος
- Ενδογενής
- φυσικός
- επίμονος
- επίμονος
- εγκαταστημένος
- αμετάβλητο
- αμετάβλητος
- έμφυτος
- μόνιμος
- συνηθισμένος
- συνήθης
- ενσωματωμένο
- ανθεκτικός
- βαθιά ριζωμένος
- στερεός
- κατεψυγμένο
- σκληρός
- αυστηρός και γρήγορος
- ενσωματωμένο
- εμφυτευμένο
- Έμφυτος
- ενδογαμικός
- εμπεδωμένο
- εδραιωμένος
- έμφυτος
- εμφύσησε
- ολοκλήρωμα
- τακτικός
- σετ
- τυπικός
- συνήθης
- ανεξίτηλος
Nearest Words of inveterate
- inveteracy => κακοήθεια
- investure => ενθρόνιση
- investors club => Λέσχη επενδυτών
- investor => επενδυτής
- investment trust => επενδυτικός οργανισμός
- investment letter => επενδυτική επιστολή
- investment funds => Επενδυτικά ταμεία
- investment firm => Επενδυτική εταιρεία
- investment company => εταιρεία επενδύσεων
- investment banker => Επενδυτικός τραπεζίτης
Definitions and Meaning of inveterate in English
inveterate (s)
habitual
inveterate (r)
in a habitual and longstanding manner
inveterate (a.)
Old; long-established.
Firmly established by long continuance; obstinate; deep-rooted; of long standing; as, an inveterate disease; an inveterate abuse.
Having habits fixed by long continuance; confirmed; habitual; as, an inveterate idler or smoker.
Malignant; virulent; spiteful.
inveterate (v. t.)
To fix and settle by long continuance.
FAQs About the word inveterate
αμετανόητος
habitual, in a habitual and longstanding mannerOld; long-established., Firmly established by long continuance; obstinate; deep-rooted; of long standing; as, an
επιβεβαιωμένο,βαθύς,εδραιωμένος,Hardcore,ισόβιος,ριζωμένος,χρόνιος,βαθιά ριζωμένο,Βαθιά ριζωμένος,σταθερός
σύντομος,εφήμερος,φευγαλέος,προσωρινός,στιγμιαίος,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,Προσωρινός,παροδικός,Προσωρινός
inveteracy => κακοήθεια, investure => ενθρόνιση, investors club => Λέσχη επενδυτών, investor => επενδυτής, investment trust => επενδυτικός οργανισμός,