Greek Meaning of intrinsic
Ενδογενής
Other Greek words related to Ενδογενής
- ουσιαστικός
- εγγενής
- ολοκλήρωμα
- συνταγματικός
- συνιστατικό
- διακριτικός
- Στοιχειώδης
- θεμελιώδης
- κληρονομικός
- εγγενής
- Έμφυτος
- ενδογαμικός
- Αυτοχθόνας
- εδραιωμένος
- κληρονομημένη
- έμφυτος
- εσωτερικός
- Γηγενής
- φυσικός
- βασικός
- ενσωματωμένο
- χαρακτηριστικός
- συγγενής
- βαθιά ριζωμένο
- βαθιά ριζωμένος
- συνήθης
- ενσύρματο
- στο αίμα κάποιου
- εμπεδώνω
- εσώτερος
- εσωτερικός
- εσωτερική
- φυσιολογικός
- περίεργος
- τυπικός
Nearest Words of intrinsic
Definitions and Meaning of intrinsic in English
intrinsic (a)
belonging to a thing by its very nature
intrinsic (s)
situated within or belonging solely to the organ or body part on which it acts
intrinsic (a.)
Inward; internal; hence, true; genuine; real; essential; inherent; not merely apparent or accidental; -- opposed to extrinsic; as, the intrinsic value of gold or silver; the intrinsic merit of an action; the intrinsic worth or goodness of a person.
Included wholly within an organ or limb, as certain groups of muscles; -- opposed to extrinsic.
intrinsic (n.)
A genuine quality.
FAQs About the word intrinsic
Ενδογενής
belonging to a thing by its very nature, situated within or belonging solely to the organ or body part on which it actsInward; internal; hence, true; genuine; r
ουσιαστικός,εγγενής,ολοκλήρωμα,συνταγματικός,συνιστατικό,διακριτικός,Στοιχειώδης,θεμελιώδης,κληρονομικός,εγγενής
τυχαίος,περιττός,Εξωγενής,ξένος,τυχαίο,εξωγήινος,τυχαίος,εξωτερικός,τυχαίο,επιφανειακός
intrinse => εγγενής, intriguingly => ενδιαφέρον, intriguing => συναρπαστικό, intriguery => ίντριγκες, intriguer => ραδιούργος,