Greek Meaning of acquired
κεκτημένος
Other Greek words related to κεκτημένος
Nearest Words of acquired
- acquired hemochromatosis => Αποκτηθείσα αιμοχρωμάτωση
- acquired immune deficiency syndrome => σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας
- acquired immunity => Επίκτητη ανοσία
- acquired reflex => Επίκτητο αντανακλαστικό
- acquired taste => Επίκτητο γούστο
- acquirement => απόκτηση
- acquirer => Αποκτών
- acquiring => Αποκτώντας
- acquiry => εξαγορά
- acquisite => αποκτώ
Definitions and Meaning of acquired in English
acquired (s)
gotten through environmental forces
acquired (imp. & p. p.)
of Acquire
FAQs About the word acquired
κεκτημένος
gotten through environmental forcesof Acquire
τυχαίο,προστιθέμενος,τυχαίος,τυχαίο,επιφανειακός,επιφάνεια,τυχαίος,εξωγήινος,εξωτερικός,εξωτερικός
βασικός,συνταγματικός,συνιστατικό,ουσιαστικός,θεμελιώδης,εγγενής,Έμφυτος,ενδογαμικός,Αυτοχθόνας,εδραιωμένος
acquire => Αποκτώ, acquirable => αποκτάν, acquirability => δυνατότητα απόκτησης, acquiet => αθωώνω, acquiescing => συμφωνώντας,