Greek Meaning of acquired

κεκτημένος

Other Greek words related to κεκτημένος

Definitions and Meaning of acquired in English

Wordnet

acquired (s)

gotten through environmental forces

Webster

acquired (imp. & p. p.)

of Acquire

FAQs About the word acquired

κεκτημένος

gotten through environmental forcesof Acquire

τυχαίο,προστιθέμενος,τυχαίος,τυχαίο,επιφανειακός,επιφάνεια,τυχαίος,εξωγήινος,εξωτερικός,εξωτερικός

βασικός,συνταγματικός,συνιστατικό,ουσιαστικός,θεμελιώδης,εγγενής,Έμφυτος,ενδογαμικός,Αυτοχθόνας,εδραιωμένος

acquire => Αποκτώ, acquirable => αποκτάν, acquirability => δυνατότητα απόκτησης, acquiet => αθωώνω, acquiescing => συμφωνώντας,