Greek Meaning of acquiescently
συναινετικά
Other Greek words related to συναινετικά
Nearest Words of acquiescently
- acquiescing => συμφωνώντας
- acquiet => αθωώνω
- acquirability => δυνατότητα απόκτησης
- acquirable => αποκτάν
- acquire => Αποκτώ
- acquired => κεκτημένος
- acquired hemochromatosis => Αποκτηθείσα αιμοχρωμάτωση
- acquired immune deficiency syndrome => σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας
- acquired immunity => Επίκτητη ανοσία
- acquired reflex => Επίκτητο αντανακλαστικό
Definitions and Meaning of acquiescently in English
acquiescently (adv.)
In an acquiescent manner.
FAQs About the word acquiescently
συναινετικά
In an acquiescent manner.
συνειδητά,συναινετικά,εκούσια,σκόπιμα,εκούσια,προαιρετικά,εθελοντικά,εκούσια,εκλεκτικά,ελεύθερα
ακούσια,Απρόθυμα,ασυνείδητα,αθέλητα,ακούσια,απρόθυμα,ακούσια
acquiescent => συγκαταβατικός, acquiescency => ευελιξία, acquiescence => αποδοχή, acquiesced => συμφώνησε, acquiesce => συναινώ,