FAQs About the word acquiescently

συναινετικά

In an acquiescent manner.

συνειδητά,συναινετικά,εκούσια,σκόπιμα,εκούσια,προαιρετικά,εθελοντικά,εκούσια,εκλεκτικά,ελεύθερα

ακούσια,Απρόθυμα,ασυνείδητα,αθέλητα,ακούσια,απρόθυμα,ακούσια

acquiescent => συγκαταβατικός, acquiescency => ευελιξία, acquiescence => αποδοχή, acquiesced => συμφώνησε, acquiesce => συναινώ,