Greek Meaning of reluctantly
Απρόθυμα
Other Greek words related to Απρόθυμα
Nearest Words of reluctantly
Definitions and Meaning of reluctantly in English
reluctantly (r)
with reluctance
reluctantly (adv.)
In a reluctant manner.
FAQs About the word reluctantly
Απρόθυμα
with reluctanceIn a reluctant manner.
Διστακτικά,απρόθυμα,αδιάφορα,απαθής,απροσωπόληπτα,με αδιαφορία,Αδιάφορα,επιπόλαια
ανυπόμονα,με ενθουσιασμό,διεγερμένα,ζωηρά,τρελά,άπληστα,ανυπόμονα,έντονα,με ενθουσιασμό,θερμά
reluctant => απρόθυμος, reluctancy => απροθυμία, reluctance => απροθυμία, reluct => απροθυμία, relucent => λαμπερός,