Greek Meaning of eagerly
ανυπόμονα
Other Greek words related to ανυπόμονα
Nearest Words of eagerly
Definitions and Meaning of eagerly in English
eagerly (r)
with eagerness; in an eager manner
eagerly (adv.)
In an eager manner.
FAQs About the word eagerly
ανυπόμονα
with eagerness; in an eager mannerIn an eager manner.
άπληστα,με ενθουσιασμό,διεγερμένα,ανυπόμονα,έντονα,ζωηρά,θερμά,φανατικά,τρελά,έξαλλα
απαθής,Αδιάφορα,επιπόλαια,Απρόθυμα,αδιάφορα,Διστακτικά,απροσωπόληπτα,χλιαρά,απρόθυμα,ψυχρά
eager beaver => Εργατικό μυρμήγκι, eager => πρόθυμος, eadwig => Έαντουιγκ, eadweard muybridge => Έαντβερντ Μάιμπριτζ, eadish => παθιασμένος,