Greek Meaning of eagle-eyed
διορατικός
Other Greek words related to διορατικός
Nearest Words of eagle-eyed
Definitions and Meaning of eagle-eyed in English
eagle-eyed (s)
capable of seeing to a great distance
eagle-eyed (a.)
Sharp-sighted as an eagle.
FAQs About the word eagle-eyed
διορατικός
capable of seeing to a great distanceSharp-sighted as an eagle.
μάτια λύγκα,παρατηρητικός,οξυδερκής,επαγρυπνών,προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,εύστοχος,με οξύ βλέμμα,παρατηρώντας,οξυδερκής
τυφλός,χωρίς μάτια,Τυφλός,αόρατος,Αστιγματικός,Μυωπικός,μυωπικός,μύωψ,μυωπικός,Τυφλός σαν νυχτερίδα
eagle scout => Εγληντής, eagle ray => Αετοβάτης, eagle => αετός, eagerness => προθυμία, eagerly => ανυπόμονα,