FAQs About the word nearsighted

μυωπικός

unable to see distant objects clearlySeeing distinctly at short distances only; shortsighted.

Μυωπικός,μυωπικός,Αστιγματικός

υπερμετρωπικός, μυωπικός,Υπερμητρωπία,Υπερμητρωπία,πρεσβυωπικός

nearside => κοντινή πλευρά, nearness => εγγύτητα, nearly => σχεδόν, near-legged => κοντό ποιος, nearing => πλησιάζοντας,