Greek Meaning of nearest

πλησιέστερος

Other Greek words related to πλησιέστερος

Definitions and Meaning of nearest in English

Wordnet

nearest (r)

(superlative of `near' or `close') within the shortest distance

FAQs About the word nearest

πλησιέστερος

(superlative of `near' or `close') within the shortest distance

ισαπέχων,εσωτερικός,βαθύτερος,μέση,κεντρικός,γκρί,στα μισά του δρόμου,ενδιάμεσα,εσώτερος,μεσάζοντας

εξωτερικός,περιφερικός,ακραίο,πιο μακριά,πιο μακριά,εξωτερικότατος,πιο απομακρυσμένο,Ακρότατο,Πιο μακρινός,Πιο μακρινό

nearer => πιο κοντά, neared => πλησίαζε, near-death experience => Εμπειρία επιστροφής από κλινικό θάνατο, nearctic => Εγγύς του Βόρειου Πόλου, nearby => κοντά,