Greek Meaning of peripheral
περιφερικός
Other Greek words related to περιφερικός
- Αξεσουάρ
- πρόσθετος
- βοηθητικός
- επιμέρους
- εξαρτημένος
- συμπληρωματικός,-ή,-ό
- προσωρινός
- συμπληρωματικός
- συμπληρωματικός
- πρόσθεσε
- άλλος
- βοηθός
- βοήθεια
- αντίγραφο ασφαλείας
- συμβάλλον
- περίσσεια
- εφεξής
- μη ουσιώδης
- δευτερεύων
- υφιστάμενος
- θυγατρική εταιρεία
- αντικαταστάτης
- περιττό
- υποστηρικτικός
- πλεόνασμα
- παραπόταμος
Nearest Words of peripheral
- peripheral device => περιφερειακή συσκευή
- peripheral nervous system => περιφερικό νευρικό σύστημα
- peripheral vision => Περιφερική όραση
- peripherally => περιφερειακά
- peripheric => περιφερειακός
- peripherical => περιφερειακός
- peripheries => περιφέρειες
- periphery => περιφέρεια
- periphrase => περιφρασή
- periphrased => Μεταφρασμένος
Definitions and Meaning of peripheral in English
peripheral (n)
electronic equipment external to the circuit board that contains the CPU of a computer
peripheral (a)
on or near an edge or constituting an outer boundary; the outer area
peripheral (s)
related to the key issue but not of central importance
peripheral (a.)
Of or pertaining to a periphery; constituting a periphery; peripheric.
External; away from the center; as, the peripheral portion of the nervous system.
FAQs About the word peripheral
περιφερικός
electronic equipment external to the circuit board that contains the CPU of a computer, on or near an edge or constituting an outer boundary; the outer area, re
Αξεσουάρ,πρόσθετος,βοηθητικός,επιμέρους,εξαρτημένος,συμπληρωματικός,-ή,-ό,προσωρινός,συμπληρωματικός,συμπληρωματικός,πρόσθεσε
βασικός,αρχηγός,κύριος,πρωτεύον,διευθυντής,ουσιαστικός,θεμελιώδης,απαραίτητος,πρώτος αριθμός,Καθοριστικής σημασίας
peripety => Περιπέτεια, peripetia => περιπέτεια, peripeteia => περιπέτεια, peripetalous => Περιπτελοειδής, peripatus => Περύπους,