Greek Meaning of supportive

υποστηρικτικός

Other Greek words related to υποστηρικτικός

Definitions and Meaning of supportive in English

Wordnet

supportive (a)

furnishing support or assistance

FAQs About the word supportive

υποστηρικτικός

furnishing support or assistance

επιβεβαιώνοντας,υποστηρίζων,επικυρωτικός,Επιβεβαιωτικός,επικυρωτικό,επικυρωτικός,αποδεικτικός,τεκμηριώνω,συμπληρωματικός,επαλήθευση

αντιφατικός,αντίθετος,μετρητής,αντίθετος,διαψεύδοντας,διάψευσis,διάψευση

supporting tower => Πύργος υποστήριξης, supporting structure => φορέας δομή, supporting players => δευτεραγωνιστές, supporting fire => Ενισχυτικά πυρά, supporting => υποστηρίζων,