Greek Meaning of probative
αποδεικτικός
Other Greek words related to αποδεικτικός
Nearest Words of probative
- probationer => δοκιμαστικός υπάλληλος
- probationary => δοκιμαστικός
- probation officer => Υπάλληλος επιτήρησης
- probation => αναστολή
- probate will => Επικυρωμένη διαθήκη
- probate court => δικαστήριο κληρονομιών
- probate => Επικύρωση διαθήκης
- probably => πιθανότατα
- probable cause => πιθανή αιτία
- probable => πιθανός
- probatory => αποδεικτικός
- probe => ανιχνευτής
- probenecid => Προβενεσίδη
- probing => διερεύνηση
- probiotic => προβιοτικά
- probiotic bacterium => προβιοτικό βακτήριο
- probiotic flora => Προβιοτική χλωρίδα
- probiotic microflora => Προβιοτική μικροχλωρίδα
- probity => Ακεραιότητα
- problem solver => Επίλυση προβλημάτων
Definitions and Meaning of probative in English
probative (s)
tending to prove a particular proposition or to persuade you of the truth of an allegation
FAQs About the word probative
αποδεικτικός
tending to prove a particular proposition or to persuade you of the truth of an allegation
επικυρωτικός,επιβεβαιώνοντας,επικυρωτικός,τεκμηριώνω,υποστηρίζων,υποστηρικτικός,επαλήθευση,Επιβεβαιωτικός,επικυρωτικό,επικυρωτικός
διάψευσis,αντιφατικός,αντίθετος,μετρητής,διάψευση,αντίθετος,διαψεύδοντας
probationer => δοκιμαστικός υπάλληλος, probationary => δοκιμαστικός, probation officer => Υπάλληλος επιτήρησης, probation => αναστολή, probate will => Επικυρωμένη διαθήκη,