Greek Meaning of probenecid
Προβενεσίδη
Other Greek words related to Προβενεσίδη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of probenecid
- probe => ανιχνευτής
- probatory => αποδεικτικός
- probative => αποδεικτικός
- probationer => δοκιμαστικός υπάλληλος
- probationary => δοκιμαστικός
- probation officer => Υπάλληλος επιτήρησης
- probation => αναστολή
- probate will => Επικυρωμένη διαθήκη
- probate court => δικαστήριο κληρονομιών
- probate => Επικύρωση διαθήκης
- probing => διερεύνηση
- probiotic => προβιοτικά
- probiotic bacterium => προβιοτικό βακτήριο
- probiotic flora => Προβιοτική χλωρίδα
- probiotic microflora => Προβιοτική μικροχλωρίδα
- probity => Ακεραιότητα
- problem solver => Επίλυση προβλημάτων
- problem solving => επίλυση προβλημάτων
- problematic => προβληματικός
- problematical => προβληματικός
Definitions and Meaning of probenecid in English
probenecid (n)
a uricosuric drug that reduces the level of uric acid in the blood; used to treat gout
FAQs About the word probenecid
Προβενεσίδη
a uricosuric drug that reduces the level of uric acid in the blood; used to treat gout
No synonyms found.
No antonyms found.
probe => ανιχνευτής, probatory => αποδεικτικός, probative => αποδεικτικός, probationer => δοκιμαστικός υπάλληλος, probationary => δοκιμαστικός,