Greek Meaning of probity
Ακεραιότητα
Other Greek words related to Ακεραιότητα
Nearest Words of probity
- probiotic microflora => Προβιοτική μικροχλωρίδα
- probiotic flora => Προβιοτική χλωρίδα
- probiotic bacterium => προβιοτικό βακτήριο
- probiotic => προβιοτικά
- probing => διερεύνηση
- probenecid => Προβενεσίδη
- probe => ανιχνευτής
- probatory => αποδεικτικός
- probative => αποδεικτικός
- probationer => δοκιμαστικός υπάλληλος
- problem solver => Επίλυση προβλημάτων
- problem solving => επίλυση προβλημάτων
- problematic => προβληματικός
- problematical => προβληματικός
- problematically => προβληματικά
- problem-oriented language => Γλώσσα προσανατολισμένη στο πρόβλημα
- proboscidea => Ρυγχωτά
- proboscidea arenaria => Προβοσκιδωτά
- proboscidea fragrans => προβοσκιδέα η μυρωδάτη
- proboscidea louisianica => Proboscidea louisianica
Definitions and Meaning of probity in English
probity (n)
complete and confirmed integrity; having strong moral principles
FAQs About the word probity
Ακεραιότητα
complete and confirmed integrity; having strong moral principles
καλοσύνη,ειλικρίνεια,ακεραιότητα,ηθική,αρετή,Χαρακτήρας,ευπρέπεια,ηθική,τιμή,Ηθική
Κακία,αποικοδόμηση,κακός,Κακία,Ανηθικότητα,ακαταλληλότητα,ασέλγεια,Απρέπεια,απροσεξία,αδικία
probiotic microflora => Προβιοτική μικροχλωρίδα, probiotic flora => Προβιοτική χλωρίδα, probiotic bacterium => προβιοτικό βακτήριο, probiotic => προβιοτικά, probing => διερεύνηση,