Greek Meaning of probity

Ακεραιότητα

Other Greek words related to Ακεραιότητα

Definitions and Meaning of probity in English

Wordnet

probity (n)

complete and confirmed integrity; having strong moral principles

FAQs About the word probity

Ακεραιότητα

complete and confirmed integrity; having strong moral principles

καλοσύνη,ειλικρίνεια,ακεραιότητα,ηθική,αρετή,Χαρακτήρας,ευπρέπεια,ηθική,τιμή,Ηθική

Κακία,αποικοδόμηση,κακός,Κακία,Ανηθικότητα,ακαταλληλότητα,ασέλγεια,Απρέπεια,απροσεξία,αδικία

probiotic microflora => Προβιοτική μικροχλωρίδα, probiotic flora => Προβιοτική χλωρίδα, probiotic bacterium => προβιοτικό βακτήριο, probiotic => προβιοτικά, probing => διερεύνηση,