Greek Meaning of righteousness
δικαιοσύνη
Other Greek words related to δικαιοσύνη
- καλοσύνη
- ειλικρίνεια
- ακεραιότητα
- ηθική
- ορθότητα
- αρετή
- Χαρακτήρας
- ευπρέπεια
- ηθική
- τιμή
- Ηθική
- Ακεραιότητα
- ευθύτητα
- ευθύτητα
- Αρετή
- Καταλληλότητα
- ορθότητα
- δεοντολογία
- decorum
- Εθιμοτυπία
- Φυσική κατάσταση
- Μεγαλοψυχία
- αδιαφθορά
- αναμαρτησία
- περιουσία
- ευσυνειδησία
- σχολαστικότητα
- αξιοπρέπεια
- αμεμψία
- Ευθυκρισία
Nearest Words of righteousness
Definitions and Meaning of righteousness in English
righteousness (n)
adhering to moral principles
righteousness (n.)
The quality or state of being righteous; holiness; purity; uprightness; rectitude.
A righteous act, or righteous quality.
The act or conduct of one who is righteous.
The state of being right with God; justification; the work of Christ, which is the ground of justification.
FAQs About the word righteousness
δικαιοσύνη
adhering to moral principlesThe quality or state of being righteous; holiness; purity; uprightness; rectitude., A righteous act, or righteous quality., The act
καλοσύνη,ειλικρίνεια,ακεραιότητα,ηθική,ορθότητα,αρετή,Χαρακτήρας,ευπρέπεια,ηθική,τιμή
Κακία,κακός,Κακία,Ανηθικότητα,αδικία,Αμαρτία,Κακία,κακία,καμπυλότητα,εκφυλισμός
righteously => δίκαια, righteoused => Δίκαιος, righteous => δίκαιος, righten => διορθώνω, righted => σωστός,