Greek Meaning of correctness
ορθότητα
Other Greek words related to ορθότητα
Nearest Words of correctness
- correggio => Κορρέτζιο
- corregidor => διορθωτής
- correlate => συσχετίζειν
- correlated => συσχετισμένα
- correlation => συσχέτιση
- correlation coefficient => Συντελεστής συσχέτισης
- correlation matrix => Μήτρα συσχέτισης
- correlation table => Πίνακας συσχετίσεων
- correlational => συσχετιστικός
- correlational analysis => Συχετιστική ανάλυση
Definitions and Meaning of correctness in English
correctness (n)
conformity to fact or truth
the quality of conformity to social expectations
FAQs About the word correctness
ορθότητα
conformity to fact or truth, the quality of conformity to social expectations
ακρίβεια,αυθεντικότητα,αλήθεια,ακρίβεια,πραγματικότητα,αξιοπιστία,ουσιαστικότητα,πραγματικότητα,Αξιοπιστία,αλήθεια
παραλογισμός,ψευτιά,αναλήθεια,φαντασία,Ψέμα,ψέμα,ατιμία,σφάλμα,παραλογισμός,ψεύδος
correctly => σωστά, corrective => Διπλωματικός, correctitude => ορθότητα, corrections => διορθώσεις, correctional rehabilitation => διορθωτική αποκατάσταση,