Greek Meaning of correctness

ορθότητα

Other Greek words related to ορθότητα

Definitions and Meaning of correctness in English

Wordnet

correctness (n)

conformity to fact or truth

the quality of conformity to social expectations

FAQs About the word correctness

ορθότητα

conformity to fact or truth, the quality of conformity to social expectations

ακρίβεια,αυθεντικότητα,αλήθεια,ακρίβεια,πραγματικότητα,αξιοπιστία,ουσιαστικότητα,πραγματικότητα,Αξιοπιστία,αλήθεια

παραλογισμός,ψευτιά,αναλήθεια,φαντασία,Ψέμα,ψέμα,ατιμία,σφάλμα,παραλογισμός,ψεύδος

correctly => σωστά, corrective => Διπλωματικός, correctitude => ορθότητα, corrections => διορθώσεις, correctional rehabilitation => διορθωτική αποκατάσταση,