Greek Meaning of corrected
διορθωμένο
Other Greek words related to διορθωμένο
Nearest Words of corrected
- correctable => διορθώσιμο
- correct => Σωστό
- corrasion => Διάβρωση
- corral => μάντρα
- corrade => Ανεμική διάβρωση
- corpuscular-radiation pressure => Πίεση ακτινοβολίας σωματιδίων
- corpuscular theory of light => σωματιδιακή θεωρία φωτός
- corpuscular theory => σωµατιδιακή θεωρία
- corpuscular radiation => Σωματιδιακή ακτινοβολία
- corpuscular => σωματιδιακός
Definitions and Meaning of corrected in English
corrected (a)
having something undesirable neutralized
FAQs About the word corrected
διορθωμένο
having something undesirable neutralized
σταθερός,Διορθωμένο,επισκευάστηκε,διορθώσιμο,Ανακατασκευάσιμος,Μεταρρυθμιστικός,αντιστρεπτός,παραμετροποιήσιμος,διορθώσιμος,διορθώσιμος
αδιόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,μη αναστρέψιμο,αμετάκλητος,ανεπανόρθωτος,Αναντικατάστατος
correctable => διορθώσιμο, correct => Σωστό, corrasion => Διάβρωση, corral => μάντρα, corrade => Ανεμική διάβρωση,