Greek Meaning of improvable

Βελτιώσιμος

Other Greek words related to Βελτιώσιμος

Definitions and Meaning of improvable in English

Wordnet

improvable (s)

susceptible of improvement

Webster

improvable (a.)

Capable of being improved; susceptible of improvement; admitting of being made better; capable of cultivation, or of being advanced in good qualities.

Capable of being used to advantage; profitable; serviceable; advantageous.

FAQs About the word improvable

Βελτιώσιμος

susceptible of improvementCapable of being improved; susceptible of improvement; admitting of being made better; capable of cultivation, or of being advanced in

παραμετροποιήσιμος,διορθώσιμο,διορθώσιμος,επιδιορθώσιμος,εξαργυρώσιμος,Επιδιορθώσιμο,Επισκευάσιμο,επιδιορθώσιμο,Αναλύσιμος,διορθωμένο

αδιόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,Αναντικατάστατος,ανεπανόρθωτος,μη αναστρέψιμο,αμετάκλητος,ανεπανόρθωτος

improvability => δυνατότητα βελτίωσης, improsperous => άπορος, improsperity => δυστυχία, impropriety => ακαταλληλότητα, improprieties => Απρέπειες,