Greek Meaning of fixable
επιδιορθώσιμος
Other Greek words related to επιδιορθώσιμος
Nearest Words of fixable
- fixate => εμμένω
- fixation => προσήλωση
- fixative => σταθεροποιητικό/σταθεροποιητής
- fixed => σταθερός
- fixed charge => σταθερή χρέωση
- fixed cost => Σταθερό κόστος
- fixed costs => Σταθερά κόστη
- fixed disk => Σκληρός δίσκος
- fixed intonation => σταθερός τονισμός
- fixed investment trust => Ταμείο σταθερών επενδύσεων
Definitions and Meaning of fixable in English
fixable (a.)
Capable of being fixed.
FAQs About the word fixable
επιδιορθώσιμος
Capable of being fixed.
διορθώσιμο,Επισκευάσιμο,επιδιορθώσιμο,παραμετροποιήσιμος,διορθωμένο,διορθώσιμος,σταθερός,Βελτιώσιμος,εξαργυρώσιμος,Επιδιορθώσιμο
αδιόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,Αναντικατάστατος,ανεπανόρθωτος,μη αναστρέψιμο,αμετάκλητος,ανεπανόρθωτος
fix up => επισκευάζω, fix => επισκευή, five-year-old => πεντάχρονος, five-twenties => είκοσι πέντε, five-star admiral => Ναύαρχος πέντε αστέρων,