Greek Meaning of fixable

επιδιορθώσιμος

Other Greek words related to επιδιορθώσιμος

Definitions and Meaning of fixable in English

Webster

fixable (a.)

Capable of being fixed.

FAQs About the word fixable

επιδιορθώσιμος

Capable of being fixed.

διορθώσιμο,Επισκευάσιμο,επιδιορθώσιμο,παραμετροποιήσιμος,διορθωμένο,διορθώσιμος,σταθερός,Βελτιώσιμος,εξαργυρώσιμος,Επιδιορθώσιμο

αδιόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,Αναντικατάστατος,ανεπανόρθωτος,μη αναστρέψιμο,αμετάκλητος,ανεπανόρθωτος

fix up => επισκευάζω, fix => επισκευή, five-year-old => πεντάχρονος, five-twenties => είκοσι πέντε, five-star admiral => Ναύαρχος πέντε αστέρων,