Greek Meaning of reformable

Μεταρρυθμιστικός

Other Greek words related to Μεταρρυθμιστικός

Definitions and Meaning of reformable in English

Wordnet

reformable (s)

susceptible to improvement or reform

Webster

reformable (a.)

Capable of being reformed.

FAQs About the word reformable

Μεταρρυθμιστικός

susceptible to improvement or reformCapable of being reformed.

διορθωμένο,Ανακατασκευάσιμος,ανανεώσιμο,επισκευάστηκε,αντιστρεπτός,ανέφικτο,παραμετροποιήσιμος,διορθώσιμος,επιδιορθώσιμος,σταθερός

αδιόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,Αναντικατάστατος,ανεπανόρθωτος,μη αναστρέψιμο,αμετάκλητος,ανεπανόρθωτος

reform school => Σχολείο επανόρθωσης, reform movement => Κίνημα μεταρρύθμισης, reform judaism => Μεταρρυθμιστικός Ιουδαϊσμός, reform jew => Εβραίος της Μεταρρύθμισης, re-form => Αναδιαμορφώνω,