Greek Meaning of irredeemable
ανεπανόρθωτος
Other Greek words related to ανεπανόρθωτος
- θεραπεύσιμος
- ανακτήσιμος
- ανακτήσιμος
- εξαργυρώσιμος
- Μεταρρυθμιστικός
- Επιδιορθώσιμο
- ανακτήσιμος
- αντιστρεπτός
- Αποθηκεύσιμο
- ενθαρρυντικός
- μετανοημένος
- ελπιδοφόρος
- Λυπηρό
- μετανοιωμένος
- μετανοημένος
- συντετριμμένος
- αποθηκεύσιμο
- συγγνώμη
- διορθώσιμο
- επιδιορθώσιμος
- Διόρθωσε
- Επισκευάσιμο
- επιδιορθώσιμο
- Σώσιμος
- ανακτήσιμος
Nearest Words of irredeemable
- irredeemability => μη εξαγοράσιμος
- irrecusable => απαράδεκτο
- irrecured => ανίατος
- irrecuperable => ανεπανόρθωτος
- irrecoverable => ανεπανόρθωτος
- irrecordable => μη καταγεγραμμένος
- irreconciliation => ασυμβιβαστικότητα
- irreconcilement => Ασυμφιλίωση
- irreconcile => ασυμβίβαστο
- irreconcilable => ασυμβίβαστος
- irredenta => αλυτρωτισμός
- irredentism => αλυτρωτισμός
- irredentist => αλυτρωτικός
- irreducibility => Ανεπανάληπτοτητα
- irreducible => ανεπίδεκτος αναγωγής
- irreflection => αντανάκλασι
- irreflective => μη ανακλαστικός
- irrefragability => αναντίρρητη αλήθεια
- irrefragable => αδιαμφισβήτητος
- irrefrangibility => αναντίρρητη αλήθεια
Definitions and Meaning of irredeemable in English
irredeemable (s)
insusceptible of reform
(of paper money) not convertible into coin at the pleasure of the holder
irredeemable (a.)
Not redeemable; that can not be redeemed; not payable in gold or silver, as a bond; -- used especially of such government notes, issued as currency, as are not convertible into coin at the pleasure of the holder.
FAQs About the word irredeemable
ανεπανόρθωτος
insusceptible of reform, (of paper money) not convertible into coin at the pleasure of the holderNot redeemable; that can not be redeemed; not payable in gold o
απελπισμένος,αδιόρθωτος,ανίατος,ανεπανόρθωτος,Αμετάρρυθμος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,μη αναστρέψιμο,ανεπανόρθωτος
θεραπεύσιμος,ανακτήσιμος,ανακτήσιμος,εξαργυρώσιμος,Μεταρρυθμιστικός,Επιδιορθώσιμο,ανακτήσιμος,αντιστρεπτός,Αποθηκεύσιμο,ενθαρρυντικός
irredeemability => μη εξαγοράσιμος, irrecusable => απαράδεκτο, irrecured => ανίατος, irrecuperable => ανεπανόρθωτος, irrecoverable => ανεπανόρθωτος,