Greek Meaning of irreducible
ανεπίδεκτος αναγωγής
Other Greek words related to ανεπίδεκτος αναγωγής
Nearest Words of irreducible
- irreflection => αντανάκλασι
- irreflective => μη ανακλαστικός
- irrefragability => αναντίρρητη αλήθεια
- irrefragable => αδιαμφισβήτητος
- irrefrangibility => αναντίρρητη αλήθεια
- irrefrangible => άθραυστος
- irrefromable => αναμάρτητος
- irrefutable => αδιαμφισβήτητος
- irregardless => ανεξάρτητα
- irregeneracy => αναμάρτητος
Definitions and Meaning of irreducible in English
irreducible (a)
incapable of being made smaller or simpler
irreducible (a.)
Incapable of being reduced, or brought into a different state; incapable of restoration to its proper or normal condition; as, an irreducible hernia.
Incapable of being reduced to a simpler form of expression; as, an irreducible formula.
FAQs About the word irreducible
ανεπίδεκτος αναγωγής
incapable of being made smaller or simplerIncapable of being reduced, or brought into a different state; incapable of restoration to its proper or normal condit
ανήλικος,μικρός,μικρότερος,μικρότερος,λιγότερο,λιγότερος,λιγότερο,μικρότερος,Χαμηλός,ο χαμηλότερος
υψηλότερος,τα περισσότερα,μεγαλύτερος,γεμάτος,μεγαλύτερος,μεγαλύτερος,μέγιστο,κορυφαίο,Ακρότατο,τεράστιος
irreducibility => Ανεπανάληπτοτητα, irredentist => αλυτρωτικός, irredentism => αλυτρωτισμός, irredenta => αλυτρωτισμός, irredeemable => ανεπανόρθωτος,