Greek Meaning of minimum

ελάχιστος

Other Greek words related to ελάχιστος

Definitions and Meaning of minimum in English

Wordnet

minimum (n)

the smallest possible quantity

the point on a curve where the tangent changes from negative on the left to positive on the right

Wordnet

minimum (a)

the least possible

Webster

minimum (n.)

The least quantity assignable, admissible, or possible, in a given case; hence, a thing of small consequence; -- opposed to maximum.

FAQs About the word minimum

ελάχιστος

the smallest possible quantity, the point on a curve where the tangent changes from negative on the left to positive on the right, the least possibleThe least q

ο χαμηλότερος,ελάχιστος,ελάχιστο,μικρότερος,λιγότερος,λιγότερο,μικρότερος,Χαμηλός,ανήλικος,ελάχιστος

γεμάτος,μεγαλύτερος,μεγαλύτερος,μέγιστο,τα περισσότερα,κορυφαίο,μεγαλύτερος,υψηλότερος,κορυφαίος,Ακρότατο

minimizimg => ελαχιστοποίηση, minimized => ελαχιστοποιημένος, minimize => ελαχιστοποιώ, minimization => ελαχιστοποίηση, minimise => ελαχιστοποίηση,