Greek Meaning of minimum wage
κατώτατος μισθός
Other Greek words related to κατώτατος μισθός
- Βασικός μισθός
- Μισθός
- μισθός
- διπλός χρόνος
- Ονομαστικοί μισθοί
- υπερωρίες
- Πληρώνω
- φάκελος μισθοδοσίας
- μισθός
- πληρωμή
- υποτροφία
- καθαρές απολαβές
- αποζημίωση
- έσοδα
- αποζημίωση
- προσλαμβάνω
- πακέτο
- κέρδος
- ανταμοιβή
- αποζημίωση
- Αποκατάσταση
- αποζημίωση
- Έμβασμα
- αμοιβή
- αποζημίωση
- Αποπληρωμή
- επανόρθωση
- επιστροφή
- ενάμιση
Nearest Words of minimum wage
- minimum => ελάχιστος
- minimizimg => ελαχιστοποίηση
- minimized => ελαχιστοποιημένος
- minimize => ελαχιστοποιώ
- minimization => ελαχιστοποίηση
- minimise => ελαχιστοποίηση
- minimisation => ελαχιστοποίηση
- minimi => Minimi
- miniment => ελάχιστα
- minimally invasive coronary bypass surgery => Ελάχιστα επεμβατική στεφανιαία παράκαμψη
Definitions and Meaning of minimum wage in English
minimum wage (n)
the lowest wage that an employer is allowed to pay; determined by contract or by law
FAQs About the word minimum wage
κατώτατος μισθός
the lowest wage that an employer is allowed to pay; determined by contract or by law
Βασικός μισθός,Μισθός,μισθός,διπλός χρόνος,Ονομαστικοί μισθοί,υπερωρίες,Πληρώνω,φάκελος μισθοδοσίας,μισθός,πληρωμή
No antonyms found.
minimum => ελάχιστος, minimizimg => ελαχιστοποίηση, minimized => ελαχιστοποιημένος, minimize => ελαχιστοποιώ, minimization => ελαχιστοποίηση,