Greek Meaning of paycheck
μισθός
Other Greek words related to μισθός
- πληρωμή
- Μισθός
- μισθός
- αποζημίωση
- Πληρώνω
- φάκελος μισθοδοσίας
- υποτροφία
- αποζημίωση
- διπλός χρόνος
- έσοδα
- προσλαμβάνω
- Βασικός μισθός
- κατώτατος μισθός
- Ονομαστικοί μισθοί
- υπερωρίες
- πακέτο
- κέρδος
- ανταμοιβή
- Αποκατάσταση
- αποζημίωση
- Έμβασμα
- αμοιβή
- αποζημίωση
- Αποπληρωμή
- επανόρθωση
- επιστροφή
- καθαρές απολαβές
- έσοδα
Nearest Words of paycheck
Definitions and Meaning of paycheck in English
paycheck (n)
a check issued in payment of wages or salary
FAQs About the word paycheck
μισθός
a check issued in payment of wages or salary
πληρωμή,Μισθός,μισθός,αποζημίωση,Πληρώνω,φάκελος μισθοδοσίας,υποτροφία,αποζημίωση,διπλός χρόνος,έσοδα
No antonyms found.
payback => Αποπληρωμή, payables => Υποχρεώσεις, payable => πληρωτέος, pay up => Πλήρωσε, pay streak => ραβδώσεις πληρωμών,