Greek Meaning of takings
έσοδα
Other Greek words related to έσοδα
- έσοδα
- κέρδος
- αποζημίωση
- αποζημίωση
- Αποπληρωμή
- αποζημίωση
- υπερωρίες
- ανταμοιβή
- αποζημίωση
- Αποκατάσταση
- επανόρθωση
- απόδοση
- διπλός χρόνος
- αποζημίωση
- Βασικός μισθός
- κατώτατος μισθός
- Ονομαστικοί μισθοί
- Πληρώνω
- φάκελος μισθοδοσίας
- μισθός
- πληρωμή
- Έμβασμα
- αμοιβή
- αντίποινα
- επιστροφή
- Μισθός
- υποτροφία
- καθαρές απολαβές
- ενάμιση
- μισθός
Nearest Words of takings
Definitions and Meaning of takings in English
takings (n)
the income or profit arising from such transactions as the sale of land or other property
FAQs About the word takings
έσοδα
the income or profit arising from such transactions as the sale of land or other property
έσοδα,κέρδος,αποζημίωση,αποζημίωση,Αποπληρωμή,αποζημίωση,υπερωρίες,ανταμοιβή,αποζημίωση,Αποκατάσταση
No antonyms found.
taking-off => Απογείωση, taking over => ανάληψη, taking into custody => κράτηση, taking hold => κρατώντας, taking apart => Αποσυναρμολόγηση,