Greek Meaning of taking over

ανάληψη

Other Greek words related to ανάληψη

Definitions and Meaning of taking over in English

Wordnet

taking over (n)

acquisition of property by descent or by will

FAQs About the word taking over

ανάληψη

acquisition of property by descent or by will

Γέμιση,όρθιος,εισέρχομαι,υποκαθιστώντας,κάλυψη,ορθογραφία,αντικατάσταση,Διπλασιασμός (ως),παίκτης αντικατάστασης,ανακούφιση

αποχή (από),μειούμενη,αποκηρύσσοντας,αποποιούμενος,αποκήρυξη,αποχή (από),αρνούμαι,Απορριπτικός,εγκατάλειψη,αποποιούμενοι

taking into custody => κράτηση, taking hold => κρατώντας, taking apart => Αποσυναρμολόγηση, taking => λήψη, takin => Τάκιν,